καβουράκι

καβουράκι
το
1.ο μικρός κάβουρας. 2. καπέλο με γείσο γύρω του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καβουράκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 24 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην κοιλάδα του ποταμού Ευρώτα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρίδος. * * * το 1. μικρός κάβουρας 2. ανδρικό… …   Dictionary of Greek

  • Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”